- κατετίλας
- κατετί̱λᾱς , κατατιλάωmake dirt overimperf ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατατιλώ — κατατιλῶ, άω (Α) αφήνω υγρό αποπάτημα πάνω σε κάτι, «τσιρλίζω», κοπρίζω («μέμνησ ὃτε τῆς στήλης κατέτιλας ἐσπέρας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τιλῶ «αφήνω υγρό αποπάτημα»] … Dictionary of Greek